"Kάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια"



Τάσος Λειβαδίτης







26 Ιανουαρίου 2012

μδ (η αγάπη θα ρθει reloaded)

"Δε σε θέλω για μένα, θέλω να είσαι καλά" είπα, και βγήκα στο φως.
Θυμάμαι γελούσες, δε σ' είδα ποτέ να γελάς. Σε σφράγισα κι έγινες πόνος μου, σε άφηνα να με πονάς κι ύστερα περίμενα να με πονέσεις πάλι. Γιατί σαν πόνος ήσουν ο μόνος που καταλάβαινε..

"Η αγάπη θα 'ρθει και θα αλλάξουμε μαζί", ακόμη το πιστεύω, στρωτά δε σου τα φέρνει η ζωή, ζει καθένας όπως μάθει..

Στο όνειρο όμως είσαι εκεί, όπως στην παλιά ταινία, δυο ξένοι που βρέθηκαν τυχαία κι έμεινε η σκιά να καρτερεί την άλλη σκιά, για τους γήινους είμαστε λειψοί κι άλλοτε σαλεμένοι..

Ένα αυτοβιός, τα κλικ αριστερά και δε θα αφήσουμε να μας νικήσει, ο πόνος είναι μύηση, μού 'χε πει, για τον Μουνκ μιλώντας, δε γίνεται να 'σαι καλλιτέχνης και να μη πονάς..

Δε μπόρεσε κανείς, μέχρι τώρα, να λε, να λύσει τα μάγια.-

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Θα 'θελα να μαι δεκανίκι στα πιο σκληρά μεθύσια σου.
Να μείνω σαν κοχύλι στις πιο μεγάλες θάλασσες που ακούγανε τις φωνές μας.
Θα θελα να σε έβλεπα πριν φύγεις τελευταία φορά με το τρένο γι άλλη πόλη.
Να γίνω ηχώ της ανάσας σου τις ώρες που θα λείπει για δουλειές.
Θα θελα να μενες για πάντα, να ράντιζα ροδόνερο το προσκεφάλι μας, να μύριζε το σπίτι φρέσκο βούτυρο από τους ακανέδες.
Θα θελα να χα μια μικρή να μεγαλώνει με τα μάτια σου, όσο θα λείπεις έξω για δουλειές.
Θα θελα να μη λείπεις.

Θα σε περιμένω είχα πει, χρόνια πριν, τώρα φοβάμαι θα σε ξεχάσω.-τί θα πει; Τίποτα δε θα φτάσει ως τη πόρτα σου.- [τελευτ. τροποποίηση: 25/1/11]

11 Ιανουαρίου 2012

Μια βόλτα [β]

Τα περιστέρια στη σκεπή.
Τα περιστέρια πάνω στη μάντρα.
Τα περιστέρια κι η σιωπή.

Δεξιά, σπίτι με σφραγισμένα παράθυρα, σκουριά και σκόνη.
Και στην ανηφορίτσα, ο κρεμασμένος με τα χέρια ανοιχτά, τα κόκκινα παπούτσια.
Με το Τ. της υπογραφής κάτω δεξιά, σε βρήκα πάλι, σκέφτηκα, τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Μια μικρή υποψία φυγής, εσύ, μόνος, δύο τετράγωνα πιο κάτω, να ξερνάς τα ροκαμπίλι μεθύσια σου, κάτω από μπλε φώτα το ξημέρωμα.

Μια υποψία ευτυχίας, τα γατιά που αγκαλιάζονται κατά τύχη όπως αράζει το ένα δίπλα στο άλλο. Εσύ με αθλητικά και τη σακούλα με τα ψώνια.

Μετά νύχτα. Αγχωμένη, να φτάσεις, μόνη. Κι άλλη μόνη, χαμογελάς.

Τη μοναξιά αν την υποτιμήσεις θα σε καταπιεί.
Αν την υπερτιμήσεις θα σε κάνει μισάνθρωπο.
Βρες δρόμο να φεύγεις και να έρχεσαι.
Κοντά της θα 'μαι να σε προσέχω.- 8/1/12


Μια βόλτα [α]



Τέλη του χρόνου, απομεσήμερο, αντηλιά στα νεοκλασικά της Τοσσίτσα. 
Ο δρόμος σε πάει, στην αλάνα στρίψε δεξιά. Μέτρα τα βήματα, δέκα, δεκαπέντε.. είσαι εκεί.
Σκαλιά για του Στρέφη κι αυτή η ανέπαφη ανάμνηση πως ανήκες εδώ από πάντα.
Στη Τσαμαδού έδωσες το πρώτο σου φιλί, κάτω απ' τα πράσινα παραθυρόφυλλα. 
Η σιγουριά πως αυτή ήταν η γειτονιά σου, σ' άλλον καιρό, μακρυά απ' τις κακές μυρωδιές, πριν την αλλοτρίωση. Τριμμένη απ' το χρόνο η όψη κι όμως, άνηκες εκεί.

Μια μικρή ευχή, να 'χες ζήσει εκεί, μαζί μου. Στη σκιά. Σαν σκιά.

Στις ιστορίες μου υπάρχεις πάντα. Όταν αδειάζουν οι μνήμες απ' τα εγγύς στο παρόν, όταν γεμίζει φωνές το σπίτι, όταν δε με θυμάται κανείς, όταν φεύγω.
Επιστρέφεις σα μυρωδιά και σαν ανταύγεια σκοτεινή.

Τώρα, ανήκω εδώ. Ο χρόνος ο τωρινός είναι μάταιος. Χωρίζομαι στα δύο. Να με κρατήσει μισή το παρόν και μισή το τότε.
Έτσι, μισή, ίσως τολμήσεις να με γνωρίσεις.- 8/1/12