Κάθε φορά που φεύγεις αφήνεις κάτι εδώ. Μια υποψία παρουσίας. Που πια προσμένω τη φυγή σου, πιότερο από τον ερχομό σου. Ήδη σού 'στρωσα χαλί, τί άλλο μένει;
Ξύπνησα κι είπα: τώρα δα, θα ταξιδεύεις; Έφτασες; Θυμάσαι; Με φοβάσαι; Σου προκαλώ τη λιγοστή, καθώς λένε, συμπάθεια; Άσπρισαν τα μαλλιά μου ή χιόνιζε στα όνειρά σου;
Θα σε κάνω να εκπλαγείς -ή να εκραγείς. Τί τάχα νά 'ναι το χειρότερο;
Ανάθεμα στις αντοχές μου, λέω. Και ξαναλέω: Η πιο δίκαια ανταμοιβή τόσης άρνησης, είναι τα τυχαία χαμόγελα. Που σκοντάφτεις τον άλλο στον ώμο και το βλέμμα σας λέει "νιώθω". Ω, όχι. Μη μου παραλογίζεσαι. Τίποτα πονηρό. Θα τό 'λεγα "αδερφικό". Καθ' όλα αδερφικό. Και θεμιτό. Μια δίκαια ανταμοιβή τόσης αυταπάρνησης.
Κι αύριο που θά 'ναι πάλι άνοιξη, θα πλέξω μια πλεξούδα τα μαλλιά και θα ζητήσω να με ταξιδέψεις. Στο όνειρο ή στο πραγματικό.
Κι αύριο που θά 'ναι πάλι το χωρίς πιο δυνατό, θα αφήσω να κοιτώ το φως οι γαρδένιες μου και με τη ψιλή φωνή τους τα βράδια θα μου τραγουδήσουν ή θα γελούν, στη μυστική, δική τους γλώσσα.
...γαρδένιες με ψιλή φωνή; Οι δικές μου είναι βραχνές, ως εκ τούτου αποφασιστικά αισθαντικές!
ΑπάντησηΔιαγραφήάλλο το κλίμα, αλλιώτικες φωνές.
ΑπάντησηΔιαγραφή