"Kάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια"



Τάσος Λειβαδίτης







31 Μαρτίου 2011

Τέλος εποχής

Κάθε φορά που φεύγεις αφήνεις κάτι εδώ. Μια υποψία παρουσίας. Που πια προσμένω τη φυγή σου, πιότερο από τον ερχομό σου. Ήδη σού 'στρωσα χαλί, τί άλλο μένει; 
Ξύπνησα κι είπα: τώρα δα, θα ταξιδεύεις; Έφτασες; Θυμάσαι; Με φοβάσαι; Σου προκαλώ τη λιγοστή, καθώς λένε, συμπάθεια; Άσπρισαν τα μαλλιά μου ή χιόνιζε στα όνειρά σου; 
Θα σε κάνω να εκπλαγείς -ή να εκραγείς. Τί τάχα νά 'ναι το χειρότερο; 

Ανάθεμα στις αντοχές μου, λέω. Και ξαναλέω: Η πιο δίκαια ανταμοιβή τόσης άρνησης, είναι τα τυχαία χαμόγελα. Που σκοντάφτεις τον άλλο στον ώμο και το βλέμμα σας λέει "νιώθω". Ω, όχι. Μη μου παραλογίζεσαι. Τίποτα πονηρό. Θα τό 'λεγα "αδερφικό". Καθ' όλα αδερφικό. Και θεμιτό. Μια δίκαια ανταμοιβή τόσης αυταπάρνησης. 

Κι αύριο που θά 'ναι πάλι  άνοιξη, θα πλέξω μια πλεξούδα τα μαλλιά και θα ζητήσω να με ταξιδέψεις. Στο όνειρο ή στο πραγματικό. 
Κι αύριο που θά 'ναι πάλι το χωρίς πιο δυνατό, θα αφήσω να κοιτώ το φως οι γαρδένιες μου και με τη ψιλή φωνή τους τα βράδια θα μου τραγουδήσουν ή θα γελούν, στη μυστική, δική τους γλώσσα. 

Δε κρατώ κακία σε κανένα τώρα. Μόνο αγάπη λοιπόν, απόψε. breathe in/ breath out, διαλογισμός, ροή ενέργειας, και επανάληψη: Μόνο αγάπη απόψε. Κι αύριο, έχει ο Θεός.-

28 Μαρτίου 2011

Απαγορεύεται η είσοδος

Επιτρέπεται η οικειότητα. Στη καγκελόπορτα της εισόδου ήταν γραμμένο με μαύρο χρώμα το "λαθως" που έχει γεμίσει την Αθήνα. Κάποιος ντελιβεράς είχε στριμώξει στο πόμολο κάτι διαφημιστικά. Νόμιζα πως εδώ δε μένει κανείς.. Να 'ταν αυτό που λένε "σουρεαλιστής";
Όπου τελείωνε το π της πόρτας ξεκινούσε η λαμαρίνα, παχιά, με τις καμπύλες των κεραμιδιών, όμοιες με αυτές που βρίσκεις στα εργοτάξια. Στο πεζοδρόμιο μπιγμένα κάτι χοντρά σίδερα, σαν τις βάσεις νέας κατοικίας. Θέαμα ανεπίτρεπτο ούτε να το κοιτάξεις. Και τότε το 'νιωσα. Εδώ είναι, λοιπόν. Στο δίπλα οικόπεδο -κάποτε θα 'ταν σπίτι εδώ αλλά το γκρέμισαν, σκέφτηκα- σε ένα σκοινί ήταν απλωμένα λίγα ρούχα. Από την άλλη, ένα σύγχρονο τριώροφο, τύπου εργατικής κατοικίας. Εδώ ήταν λοιπόν.
Σκάλα για τον ουρανό, τα παράθυρα του πάνω πατώματος. Ξεχασμένο μου φάνηκε. Τα κλαριά των δέντρων έφταναν ως εκεί. Λες να το γκρεμίσουν τελικά;
Εδώ ήταν λοιπόν.Κάποτε αυτοί οι δρόμοι είχαν τόση ζωή, τα παιδιά παίζανε στους δρόμους, σπίτια χαμηλά, γενιά σμιλευμένη στις κακουχίες των πόλεμων, φτώχεια μα και περηφάνια. Ήλιος να μπαίνει από παντού. Στα σπίτια, στους δρόμους, στις καρδιές.
Ναι, περίμενα να το βρω για να το φωτογραφίσω.Όμως η εικόνα που είδα με ικανοποίησε. Το βαρύ μέταλλο μπορεί μεν να σου απαγορεύει να το κοιτάς, σε δυσκολεύει να το αναγνωρίσεις, ομοίως όμως απαγορεύει την είσοδο -σε όλους. Προφυλάσσει και οριοθετεί τους χώρους του παρελθόντος και του παρόντος.
Θα ξαναρθω, τώρα που έμαθα το δρόμο, θα 'ρχομαι πιο συχνά. Στο παρόν ψάχνω να βρω προσέγγιση, κάπου θα επιστρέφω. Ίσως δεν έγινε τυχαία..


Η ιστορία ξεκινά χρόνια πριν, μια χρονιά λίγο φωτεινή, λίγο σκοτεινή. Έλιωνα τα δίωρα του Οδυσσέα τότε. Έκανα μαθήματα γαλλικών. Τότε ήταν που ήρθαν όλα μαζεμένα., λόγια και θύμισες και πρόσωπα, όλα αναφορικά στον .. , κι είπα να τα ακολουθήσω. Τα βράδια με τα Χειρόγραφα ήταν λυτρωτικά. Τα υπόλοιπα, είναι ιστορία.


Στην Αθανασία ο Κούντερα γράφει πως, ό,τι ανήκει σε κάποιον όσο ζει, όταν πεθαίνει ανήκει σε όλο τον κόσμο. Υλικό, ηθικό ή πνευματικό. Καταργείται με κάποιον τρόπο, η προσωπική ιδιοκτησία -μια πολύ συγκεκριμένη ιδιοκτησία -εκείνη της ζωής. Αυτή τη λεηλασία δε τη δέχομαι.  Απαγορεύεται η είσοδος θα πει, ως εδώ φτάνει η ζωή σου, μη ζητάς περισσότερα.-

19 Μαρτίου 2011

Ιστορίες των δρόμων (της Αθήνας)

Πανεπιστημίου

Πλάκα

Άριστον, Βουλής


Ζωοδόχου Πηγής, Εξάρχεια
Αιόλου

Ερμού

Μεταξουργείο

Τζαβέλλα

Μαυρομιχάλη


8 Μαρτίου 2011

προϊόν μυθοπλασίας ii/Μπλου Γουίντερ.(*)

Μαζεύω τα κομμάτια μου. Έμεινε τίποτα από μένα να μαζέψω; ό,τι κι αν είναι αυτό, θα το χαρίσω. Μια κι έξω. Στο παζάρι δε θα πιάσει πολλά. Πονώ. Γκρινιάζω και σε θέλω. Ναι, σε θέλω. Θέλω να γίνω όλες οι γυναίκες που έχεις φιλήσει ποτέ. Κάτι που να σ' αρέσει. Κι ύστερα σε μένα θα μεταμφιεστώ.. ♪♫
(ή κάτι τέτοιο..)

Θα τα τολμήσω όλα. Όλους τους δρόμους που έχεις αφήσει ανοιχτούς θα τους τρέξω, μέχρι να βρω ποιος οδηγεί στο στέκι σου κάτω απ' τα αστέρια δίπλα στη λεύκα που φυλλοβολεί. 
Έξω χιονίζει κι έχω γεμίσει το χρόνο μου με τις παιδικές μου συνήθειες, σ' αυτές που πάντα επέστρεφα από ανασφάλεια ή βαρεμάρα. Όμως σαν έρθεις, θα τις ρημάξω, θα τις πετάξω στη φωτιά, γιατί αν ξαναφύγεις δε θέλω να 'χω δεκανίκια..

Μια αναστάτωση μέσα μου κι εκτός. Επαναλήψεις για τους αδιάβαστους. Αργοπορίες, χαμένος χρόνος. Αμείλικτος χρόνος. Δικαστής και επαίτης και ληστής. Ανείπωτα λόγια, χλωμές σιωπές, γαλάζια όνειρα. Δρόμοι, δρόμοι, δρόμοι.. 

Σε ζητώ και φεύγω και τολμώ να σε ορίσω μοίρα και πεπρωμένο. Αναπόφευκτο και δεδομένο. Σκοτάδι και φως. 

Και θα πληρώνω σαν αντίτιμο στο χρόνο
τη μοναξιά για όλα τα χάδια που ζητούσα
Για την αγάπη που με βύθισε στο πόνο
κι έτσι σακάτεψα εσένα που αγαπούσα

Στις αγάπες συνήθως μπαίνουμε μισοί για να γίνουμε ολόκληροι. Ακόμη επιμένω πως η αγάπη μπορεί να κάνει το θαύμα και να σωθείς. Κι εσύ κι εγώ μαζί.-


(*)μετάφραση στα ελληνικά: Μπλε χειμώνας, δανεικό απο τα Διάφανα, όπως και το τετράστιχο.