"Kάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια"



Τάσος Λειβαδίτης







9 Αυγούστου 2011

Λόγια του Ιούλη '11


Πότε αλήθεια θα έρθει η στιγμή να με κοιτάξεις και να νιώσεις υγιής;

Θέλω να σε δω γαλήνιο. Το βράδυ, στο πράσινο φεγγάρι.
Θέλω να σε δω πώς είσαι ο εαυτός που κρύβεις.
Έχω κρεμάσει στο παράθυρό μου τις ανάσες απ’ τους φόβους μου.
Κι αυτές οι ανάσες δε ξεψύχησαν ακόμη, πάλλονται απ’ το καρδιοχτύπι.
Μια λέξη πες και θα με πάρουν.
Μια λέξη πες και θα με αφήσουν.
Αν ό,τι έχεις είναι το τίποτα, το προτιμώ απ’ το πολύ μου «κάτι».
Είμαι τρελή εγώ, σου το ‘πα.

Το λάθος είναι που δεν έγινε, όχι ότι έγινε λάθος.
Τα μυρμήγκια ζουν στο χώμα. Το χέρι σου είναι από χώμα.
Κάτι που έχει γίνει, συμβαίνει τώρα.

Ελευθέρια σκέψης σε ένα κόσμο που κυριαρχείται από νόμους της φυσικής;
Μην πέσεις για ύπνο σήμερα πριν από μένα. Θέλω να σε ξαναδώ.

Μ’ έχει πια του χεριού του. Μόνο να το ‘ξερε, όλα θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν.
Στον κόσμο τον δικό μου.
Στον κόσμο τον δικό του.
Όλα θα μπορούσαν να αλλάξουν.

«τα όνειρα είναι η πιο έντονη πραγματικότητα»
Η μελάνη και το χαρτί, αιχμηρά αντικείμενα. Ξηρασία.

6 Αυγούστου 2011

Λόγια του Ιούνη '11


Θα σε πονέσει σου λέω, θα σε τσακίσει με μια γρατζουνιά θα δεις πόσο θα ματώσεις. Μα θα ‘ναι για λίγο, το λόγο μου, η γιορτή εκεί έξω δε τελειώνει ποτέ. Πάρε ανάσα και βούτα, λοιπόν, γιατί αν αντισταθείς στη ζωή, θα σε πάει ..όντας ως το τέλος. Ανάσα βαθιά και βούτα, σου  λέω. Δεν είναι πτώση αυτό. Αυτό είναι προσγείωση.


Μια νύχτα στη Καρύτση, απόγεμα προς βράδυ, μετά τη δύση του ήλιου, θα με είδες να εκδηλώνω ξεδιάντροπα όλα τα τραύματά μου, μουτζουρωμένο βλέμμα από τη ζέστη, σώμα ενήλικα και φέρσιμο μικρού παιδιού.
Λίγη παρόρμηση χρειάζεται και ύστερα άντε μάζευε τα σπασμένα. Πρόσεξε όμως πώς θα φερθείς, υπάρχουν άνθρωποι που ερωτεύονται τις λεπτομέρειες.
Μια νύχτα στη Καρύτση, βράδυ πια, να εύχεσαι να σ’ τα ‘χε φέρει η ζωή αλλιώς.. πώς αλλιώς; Δεν υπάρχει εναλλακτική πραγματικότητα..
Αγαπώ τον κόσμο που δε με θεωρεί μάζα ούτε αυτοθεωρείται μοναδικός. Αγαπώ πρώτα τον κόσμο κι ύστερα εσένα, όποιος κι αν είσαι, που αντιλαμβάνεσαι κι αγαπάς τον κόσμο όπως εγώ, και ξέρεις πως μια νύχτα στη Καρύτση δεν είναι αρχή, ούτε τέλος, μόνο μια νύχτα στη συνέχεια του χρόνου που μας απομένει.


Σήμερα ξύπνησα με την αφή σου. Κι όταν ενωθούν τα σώματά μας, δε θα ‘ναι για να δώσεις, αλλά για να επιστρέψεις, που γύριζες στον κόσμο μισός, να γίνεις πάλι ολόκληρος..

Θυμάσαι; Εγώ θυμάμαι πολλά που να με πάρει. Δεν έχω ξεχάσει σχεδόν τίποτα.
Όσο πλησιάζουν μεσάνυχτα, οι λέξεις θα μου επιβάλουν την αλήθεια των κι ας λένε πως το βράδυ οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι στο ψέμα, δεν είναι να τα εμπιστεύεσαι αυτά τα πράγματα..
Μη μου εύχεσαι να γίνω κάποιος. Ευχήσου μου να ζήσω λίγο.

Κι ύστερα άνοιξε τα μάτια, σκοτάδι, μια μουχλαλούδα είχε κουρνιάσει στη γωνία του ταβανιού, μαύρη, κοντά στα σημάδια απ’ την υγρασία.
Τον θάνατό μου δεν τον φοβάμαι. Δε σοκάρομαι.
Θαρρώ το παγωτό μου φέρνει ζάλη. Να ‘ναι απ’ το γήρας;
Θα γελάς τώρα μ’ αυτό, το ξέρω. Και πολύ μου λείπεις, κι αυτό το ξέρω.